ἀποσπάσας

ἀποσπάσας
ἀποσπά̱σᾱς , ἀποσπάω
tear
pres part act fem acc pl (doric)
ἀποσπά̱σᾱς , ἀποσπάω
tear
pres part act fem gen sg (doric)
ἀποσπά̱σᾱς , ἀποσπάω
tear
pres part act fem acc pl (doric)
ἀποσπά̱σᾱς , ἀποσπάω
tear
pres part act fem gen sg (doric)
ἀποσπά̱σᾱς , ἀποσπάω
tear
aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀποσπάσᾱς , ἀποσπάω
tear
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …   Dictionary of Greek

  • συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”